περιστρατοπεδεύω — Α (το ενεργ. και μέσ.) α) κατασκηνώνω ολόγυρα, στρατοπεδεύω τριγύρω β) περικυκλώνω, πολιορκώ … Dictionary of Greek
περιστρατοπεδευομένων — περιστρατοπεδεύομαι pres part mp fem gen pl περιστρατοπεδεύομαι pres part mp masc/neut gen pl περιστρατοπεδεύω encamp about pres part mp fem gen pl περιστρατοπεδεύω encamp about pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδευσάντων — περιστρατοπεδεύομαι aor part act masc/neut gen pl περιστρατοπεδεύομαι aor imperat act 3rd pl περιστρατοπεδεύω encamp about aor part act masc/neut gen pl περιστρατοπεδεύω encamp about aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδευόντων — περιστρατοπεδεύομαι pres part act masc/neut gen pl περιστρατοπεδεύομαι pres imperat act 3rd pl περιστρατοπεδεύω encamp about pres part act masc/neut gen pl περιστρατοπεδεύω encamp about pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδεύει — περιστρατοπεδεύομαι pres ind mp 2nd sg περιστρατοπεδεύομαι pres ind act 3rd sg περιστρατοπεδεύω encamp about pres ind mp 2nd sg περιστρατοπεδεύω encamp about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδεύσαντα — περιστρατοπεδεύομαι aor part act neut nom/voc/acc pl περιστρατοπεδεύομαι aor part act masc acc sg περιστρατοπεδεύω encamp about aor part act neut nom/voc/acc pl περιστρατοπεδεύω encamp about aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδεύσεις — περιστρατοπεδεύομαι aor subj act 2nd sg (epic) περιστρατοπεδεύομαι fut ind act 2nd sg περιστρατοπεδεύω encamp about aor subj act 2nd sg (epic) περιστρατοπεδεύω encamp about fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδευσάμενοι — περιστρατοπεδεύομαι aor part mid masc nom/voc pl περιστρατοπεδεύω encamp about aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδευσάμενος — περιστρατοπεδεύομαι aor part mid masc nom sg περιστρατοπεδεύω encamp about aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρατοπεδεῦσαι — περιστρατοπεδεύομαι aor inf act περιστρατοπεδεύω encamp about aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)